- αεροσκάφος
- 1) appareil2) avion
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αεροσκάφος — το (Αερον.) κάθε ιπτάμενο όχημα ή συσκευή που έχει σχεδιαστεί για να κινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα, αλλά σε αρκετή απόσταση από την επιφάνεια τής γης … Dictionary of Greek
αεροσκάφος — το ους, κάθε σκάφος αεροπλοΐας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
υδροπλάνο — Αεροσκάφος εφοδιασμένο με συστήματα τα οποία του επιτρέπουν να επιπλέει, να αποθαλασσώνεται και να προσθαλασσώνεται. Το υ. διαφέρει από τα αεροπλάνα στο γεγονός ότι δεν διαθέτει τροχούς. Από την άποψη αυτή υπάρχουν δύο τύποι υ.: με σκάφος και με… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Μαχ, Ερνστ — (Ernst Mach, Τουράνι, Μοραβία 1838 – Χάαρ, Βαυαρία 1916). Αυστριακός φιλόσοφος και φυσικός, ιδρυτής του εμπειριοκριτικισμού (βλ. λ.). Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 1864 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής φυσικής και φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
αμφίβιο — Τεχνικός όρος που υποδηλώνει μια κατηγορία οχημάτων που μπορούν να κινούνται σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος·κατ’ επέκταση, αμφίβιες ονομάζονται και οι ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται οχήματα αυτού του είδους.… … Dictionary of Greek